- καθώς
- (AM καθώς)Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά 'πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ)νεοελλ.φρ. α) «καθώς πρέπει» — ευπρεπής, ευυπόληπτοςβ. «καθώς και» — όπως επίσης («τούς πλήρωσε όλους, καθώς και εμένα» || (μσν.-αρχ.) με ποιό τρόπο, πώς («ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῑν λαὸν ἐπ' ὀνόματι αὐτοῡ», ΚΔ)μσν.φρ. «ὡς καθώς» — όπως ακριβώς. || (χρον. σύνδ.) κατά τον χρόνο που, όταν, εκεί που (α. «καθώς καθόμουν και διάβαζα, μπήκε στο δωμάτιο» β. «καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας», ΚΔ)νεοελλ.μόλις, αμέσως μόλις («καθώς μπαίνεις δεξιά, κάθεται ο διευθυντής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὡς (είτε ως χρονικός σύνδ. είτε ως επίρρ. τροπικό)].
Dictionary of Greek. 2013.